Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιγμικός
στιγμός
στίγος
στίγων
στίζω
στικτέον
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στῖλα
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στιλβός
στιλβότης
στιλβόω
στίλβω
View word page
στιλβαῖος
στιλβ-αῖος,
A). coloratus, Gloss.


ShortDef

coloratus

Debugging

Headword:
στιλβαῖος
Headword (normalized):
στιλβαῖος
Headword (normalized/stripped):
στιλβαιος
IDX:
96797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96798
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιλβ-αῖος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">coloratus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}