Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιγμιαῖος
στιγμικός
στιγμός
στίγος
στίγων
στίζω
στικτέον
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στῖλα
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στιλβός
στιλβότης
στιλβόω
View word page
στῖλα
στῖλα, , unknown utensil mentioned in a marriage-contract, PMasp. 6 ii 48 (vi A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στῖλα
Headword (normalized):
στῖλα
Headword (normalized/stripped):
στιλα
IDX:
96796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96797
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῖλα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, unknown utensil mentioned in a marriage-contract, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 6 ii 48 </span> (vi A.D.).</div><br><br>'}