Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιβιάω
στιβίζομαι
στιβίη
στιβική
στιβιλίς
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
στιγμός
στίγος
στίγων
στίζω
στικτέον
στίκτης
στικτόπους
View word page
στιγματοφόρος
στιγ-μᾰτοφόρος, ον,
A). bearing tattoo-marks, Polyaen. 1.24 ; cf. στιγματηφορέω.


ShortDef

bearing tattoo-marks

Debugging

Headword:
στιγματοφόρος
Headword (normalized):
στιγματοφόρος
Headword (normalized/stripped):
στιγματοφορος
IDX:
96784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96785
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιγ-μᾰτοφόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bearing tattoo-marks</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1620.tlg001:1:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1620.tlg001:1.24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Polyaen.</span> 1.24 </a>; cf. <span class="foreign greek">στιγματηφορέω</span>.</div> </div><br><br>'}