Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιβεύω
στιβέω
στίβη1
στίβη2
στιβήεις
στίβι
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβίη
στιβική
στιβιλίς
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
στιγμός
View word page
στιβιλίς
στιβιλίς, ίδος, , in pl.,= φῷδες, Sch. Ar. Pl. 535 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στιβιλίς
Headword (normalized):
στιβιλίς
Headword (normalized/stripped):
στιβιλις
IDX:
96778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96779
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιβιλίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, in pl.,= <span class="foreign greek">φῷδες</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg011.perseus-grc1:535" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg011.perseus-grc1:535/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pl.</span> 535 </a>.</div><br><br>'}