Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη1
στίβη2
στιβήεις
στίβι
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβίη
στιβική
στιβιλίς
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματίας
στιγματοφόρος
στιγμή
στιγμιαῖος
στιγμικός
View word page
στιβική
στῐβική, ,
A). tax on στίβι, PCair.Zen. 136.247 (iii B.C.).


ShortDef

tax on

Debugging

Headword:
στιβική
Headword (normalized):
στιβική
Headword (normalized/stripped):
στιβικη
IDX:
96777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96778
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῐβική</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tax on</span> <span class="foreign greek">στίβι</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PCair.Zen.</span> 136.247 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}