Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στιβδός
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη1
στίβη2
στιβήεις
στίβι
στιβιάω
στιβίζομαι
στιβίη
στιβική
στιβιλίς
στίβος
στιγεύς
στίγμα
στιγματηφορέω
στιγματίας
View word page
στίβι
στίβι
[
στῐ],
, Lat.
A).
stibium
,=
στίμμι
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στίβι
Headword (normalized):
στίβι
Headword (normalized/stripped):
στιβι
IDX:
96773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96774
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στίβι</span> [<span class="foreign greek">στῐ],</span>, Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stibium</span>,= <span class="foreign greek">στίμμι</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}