Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιβάδειον
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβδός
στιβεία
στιβεῖον
στιβεύς
στιβευτής
στιβεύω
στιβέω
στίβη1
στίβη2
στιβήεις
στίβι
View word page
στιβδός
στιβδός· μαστιγίας, δραπέτης, Hsch. (fort. στικτός).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στιβδός
Headword (normalized):
στιβδός
Headword (normalized/stripped):
στιβδος
IDX:
96763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96764
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιβδός·</span> <span class="foreign greek">μαστιγίας, δραπέτης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">στικτός</span>).</div><br><br>'}