Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στήριξις
στήριον
Στησίλειος
στήσιος
στησίφυλλον
στησίχορος
στήτα
στητώδης
στία
στιάζω
στιβάδειον
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
στιβδός
View word page
στιβάδειον
στῐβάδ-ειον
[
ᾰ],
,=
στιβάδιον
, prob. in
Inscr.Perg.
222
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στιβάδειον
Headword (normalized):
στιβάδειον
Headword (normalized/stripped):
στιβαδειον
IDX:
96753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96754
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῐβάδ-ειον</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>,= <span class="foreign greek">στιβάδιον</span>, prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Inscr.Perg.</span> 222 </span>.</div><br><br>'}