Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στηρικτός
στήριξις
στήριον
Στησίλειος
στήσιος
στησίφυλλον
στησίχορος
στήτα
στητώδης
στία
στιάζω
στιβάδειον
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
στιβάς
στίβασις
View word page
στιάζω
στῑάζω,
A). pelt with pebbles, Hsch.


ShortDef

pelt with pebbles

Debugging

Headword:
στιάζω
Headword (normalized):
στιάζω
Headword (normalized/stripped):
στιαζω
IDX:
96752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96753
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῑάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pelt with pebbles</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}