Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στηρικτής
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
στήριον
Στησίλειος
στήσιος
στησίφυλλον
στησίχορος
στήτα
στητώδης
στία
στιάζω
στιβάδειον
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
στιβάζω
στιβαρηδόν
στιβαρός
View word page
στητώδης
στητώδης, ες, contr. for στεατώδης, Hp. ap. Gal. 19.140 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στητώδης
Headword (normalized):
στητώδης
Headword (normalized/stripped):
στητωδης
IDX:
96750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96751
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στητώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, contr. for <span class="foreign greek">στεατώδης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.140 </span>.</div><br><br>'}