Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτής
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
στήριον
Στησίλειος
στήσιος
στησίφυλλον
στησίχορος
στήτα
στητώδης
στία
στιάζω
στιβάδειον
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
στιβαδοποιέομαι
View word page
στησίφυλλον
στησί-φυλλον
[
ῐ],
,=
τηλέφιλον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στησίφυλλον
Headword (normalized):
στησίφυλλον
Headword (normalized/stripped):
στησιφυλλον
IDX:
96747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96748
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στησί-φυλλον</span> [<span class="foreign greek">ῐ],</span>,= <span class="foreign greek">τηλέφιλον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}