Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτής
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
στήριον
Στησίλειος
στήσιος
στησίφυλλον
στησίχορος
στήτα
στητώδης
στία
στιάζω
στιβάδειον
στιβαδεύω
στιβάδιον
στιβαδοκοιτέω
View word page
στήσιος
στήσιος, , (ἵστημἰ Ζεὺς Σ.,= Lat. Jupiter Stator, Plu. Cic. 16 ; cf. Ἐπιστάσιος.


ShortDef

Stator

Debugging

Headword:
στήσιος
Headword (normalized):
στήσιος
Headword (normalized/stripped):
στησιος
IDX:
96746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96747
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στήσιος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> <span class="foreign greek">, (ἵστημἰ Ζεὺς Σ</span>.,= Lat. Jupiter <span class="title" style="font-style: italic;">Stator</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg055:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg055:16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cic.</span> 16 </a>; cf. <span class="foreign greek">Ἐπιστάσιος</span>.</div><br><br>'}