Στησίλειος
Στησίλειος, α, ον,
A). founded or dedicated by Στησίλεως, σκάφιον Inscr.Délos 369 A 9 (iii B.C.), etc.: also Στησίλειον, τό (sc. ποτήριον), IG 11(2).132.18 (ii B.C.), etc.; neut. pl. Στησίλεια, τά, games founded by S., 366 A 133 (iii B.C.).