Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτής
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
στήριον
Στησίλειος
στήσιος
στησίφυλλον
στησίχορος
στήτα
στητώδης
στία
στιάζω
στιβάδειον
στιβαδεύω
View word page
στήριον
στήριον· ἱεράκιον, Seleuc. ap. Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στήριον
Headword (normalized):
στήριον
Headword (normalized/stripped):
στηριον
IDX:
96744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96745
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στήριον·</span> <span class="foreign greek">ἱεράκιον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Seleuc.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}