Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στήνιον
στῆνος
στῆρ
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτής
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
στήριον
Στησίλειος
στήσιος
στησίφυλλον
στησίχορος
στήτα
στητώδης
στία
View word page
στηρικτικός
στηρ-ικτικός, , όν,
A). stationary, of planetary phases, Procl. Hyp. 5.87 .


ShortDef

stationary

Debugging

Headword:
στηρικτικός
Headword (normalized):
στηρικτικός
Headword (normalized/stripped):
στηρικτικος
IDX:
96741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96742
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στηρ-ικτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stationary</span>, of planetary phases, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg002:5:87" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg002:5.87/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hyp.</span> 5.87 </a>.</div> </div><br><br>'}