Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Στήνια
στήνιον
στῆνος
στῆρ
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτής
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
στήριον
Στησίλειος
στήσιος
στησίφυλλον
στησίχορος
στήτα
στητώδης
View word page
στηρικτής
στηρ-ικτής, οῦ, ,
A). gloss on λίθον εὐναστῆρα , Sch. Opp. H. 3.373 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στηρικτής
Headword (normalized):
στηρικτής
Headword (normalized/stripped):
στηρικτης
IDX:
96740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στηρ-ικτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">λίθον εὐναστῆρα</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0023.tlg001.perseus-grc1:3:373" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0023.tlg001.perseus-grc1:3.373/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Opp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 3.373 </a>.</div> </div><br><br>'}