Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στήμων
Στήνια
στήνιον
στῆνος
στῆρ
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτής
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
στήριον
Στησίλειος
στήσιος
στησίφυλλον
στησίχορος
στήτα
View word page
στηρικτέον
στηρ-ικτέον,
A). one must fix, make firm, Poll. 1.213 .


ShortDef

one must fix, make firm

Debugging

Headword:
στηρικτέον
Headword (normalized):
στηρικτέον
Headword (normalized/stripped):
στηρικτεον
IDX:
96739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96740
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στηρ-ικτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must fix, make firm</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1:213" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1.213/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 1.213 </a>.</div> </div><br><br>'}