Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στημονονητικός
στημονοφυής
στημονώδης
στημορραγέω
στήμων
Στήνια
στήνιον
στῆνος
στῆρ
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτής
στηρικτικός
στηρικτός
στήριξις
στήριον
Στησίλειος
View word page
στηριγμοθέτης
στηριγ-μοθέτης
,
ου
,
ὁ
, in pl.,
A).
foundation-layers
, epith. of
δαίμονες
,
PMag.Par.
1.1356
.
ShortDef
foundation-layers
Debugging
Headword:
στηριγμοθέτης
Headword (normalized):
στηριγμοθέτης
Headword (normalized/stripped):
στηριγμοθετης
IDX:
96735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96736
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στηριγ-μοθέτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, in pl., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">foundation-layers</span>, epith. of <span class="foreign greek">δαίμονες</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.1356 </span>.</div> </div><br><br>'}