Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στημονικός
στημόνιον
στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
στημονώδης
στημορραγέω
στήμων
Στήνια
στήνιον
στῆνος
στῆρ
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
στηρικτέον
στηρικτής
στηρικτικός
στηρικτός
View word page
στῆνος
στῆνος, τό, late spelling of στεῖνος, διὰ τὴν (sic) τῶν χρημάτων ς. financial
A). straits, PGoodsp.Cair. 15.24 (iv A.D.).


ShortDef

straits

Debugging

Headword:
στῆνος
Headword (normalized):
στῆνος
Headword (normalized/stripped):
στηνος
IDX:
96732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96733
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῆνος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, late spelling of <span class="foreign greek">στεῖνος, διὰ τὴν</span> (sic) <span class="foreign greek">τῶν χρημάτων ς</span>. financial <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">straits,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PGoodsp.Cair.</span> 15.24 </span> (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}