Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στημίον
στημνίον
στημονίας
στημονίζομαι
στημονικός
στημόνιον
στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
στημονώδης
στημορραγέω
στήμων
Στήνια
στήνιον
στῆνος
στῆρ
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
στηρίζω
View word page
στημορραγέω
στημορρᾰγέω,(ῥήγνυμι) intr.,
A). to be torn to shreds, λακίδες ς. ἐσθημάτων A. Pers. 836 .


ShortDef

to be torn to shreds

Debugging

Headword:
στημορραγέω
Headword (normalized):
στημορραγέω
Headword (normalized/stripped):
στημορραγεω
IDX:
96728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96729
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στημορρᾰγέω</span>,(<span class="etym greek">ῥήγνυμι</span>) intr., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be torn to shreds</span>, <span class="quote greek">λακίδες ς. ἐσθημάτων</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg002.perseus-grc1:836" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg002.perseus-grc1:836/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pers.</span> 836 </a> .</div> </div><br><br>'}