Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στήμεναι
στημίον
στημνίον
στημονίας
στημονίζομαι
στημονικός
στημόνιον
στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
στημονώδης
στημορραγέω
στήμων
Στήνια
στήνιον
στῆνος
στῆρ
στήριγμα
στηριγμοθέτης
στηριγμός
στῆριγξ
View word page
στημονώδης
στημονώδης, ες,
A). having too much warp, τῆς ὑφῆς τὸ μὴ διεχὲς μηδὲ ς., of a spider's web, Plu. 2.966f .


ShortDef

having too much warp

Debugging

Headword:
στημονώδης
Headword (normalized):
στημονώδης
Headword (normalized/stripped):
στημονωδης
IDX:
96727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96728
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στημονώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having too much warp</span>, <span class="foreign greek">τῆς ὑφῆς τὸ μὴ διεχὲς μηδὲ ς.</span>, of a spider\'s web, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.966f </span>.</div> </div><br><br>'}