Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στήλωμα
στήλωσις
στῆμα
στημαγορίς
στημάτιον
στήμεναι
στημίον
στημνίον
στημονίας
στημονίζομαι
στημονικός
στημόνιον
στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
στημονώδης
στημορραγέω
στήμων
Στήνια
στήνιον
στῆνος
View word page
στημονικός
στημον-ικός, , όν,
A). for the warp, λίνον POxy. 1414.8 , 10 (iii A.D.).


ShortDef

for the warp

Debugging

Headword:
στημονικός
Headword (normalized):
στημονικός
Headword (normalized/stripped):
στημονικος
IDX:
96722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96723
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στημον-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">for the warp</span>, <span class="quote greek">λίνον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1414.8 </span> ,<span class="bibl"> 10 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}