Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στηλοκοπέω
στηλοῦχος
στηλόω
στηλύδριον
στήλωμα
στήλωσις
στῆμα
στημαγορίς
στημάτιον
στήμεναι
στημίον
στημνίον
στημονίας
στημονίζομαι
στημονικός
στημόνιον
στημόνιος
στημονονητικός
στημονοφυής
στημονώδης
στημορραγέω
View word page
στημίον
στημίον, τό,= sq., PTeb. 413.12 (ii/iii A.D.), POxy. 1142.7 (iii A.D.), 1740.5 (iii/iv A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στημίον
Headword (normalized):
στημίον
Headword (normalized/stripped):
στημιον
IDX:
96718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96719
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στημίον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 413.12 </span> (ii/iii A.D.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1142.7 </span> (iii A.D.), <span class="bibl"> 1740.5 </span> (iii/iv A.D.).</div><br><br>'}