Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στηλίτης
στηλοβάτης
στηλογραφέω
στηλογραφία
στηλοειδής
στηλοκόπας
στηλοκοπέω
στηλοῦχος
στηλόω
στηλύδριον
στήλωμα
στήλωσις
στῆμα
στημαγορίς
στημάτιον
στήμεναι
στημίον
στημνίον
στημονίας
στημονίζομαι
στημονικός
View word page
στήλωμα
στήλ-ωμα, ατος, τό,
A). pillar, Aq. Jd. 9.6 , Thd. Is. 6.13 .


ShortDef

pillar

Debugging

Headword:
στήλωμα
Headword (normalized):
στήλωμα
Headword (normalized/stripped):
στηλωμα
IDX:
96712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96713
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στήλ-ωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pillar</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Jd.</span> 9.6 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Is.</span> 6.13 </span>.</div> </div><br><br>'}