Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στηλίς
στηλίτευμα
στηλιτεύω
στηλίτης
στηλοβάτης
στηλογραφέω
στηλογραφία
στηλοειδής
στηλοκόπας
στηλοκοπέω
στηλοῦχος
στηλόω
στηλύδριον
στήλωμα
στήλωσις
στῆμα
στημαγορίς
στημάτιον
στήμεναι
στημίον
στημνίον
View word page
στηλοῦχος
στηλοῦχος, dub. l. in Epigr.Gr. 214.7 (Rhenea):
A). v. σταλ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στηλοῦχος
Headword (normalized):
στηλοῦχος
Headword (normalized/stripped):
στηλουχος
IDX:
96709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96710
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στηλοῦχος</span>, dub. l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.Gr.</span> 214.7 </span> (Rhenea): <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σταλ-</span> .</div> </div><br><br>'}