Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στήληκα
στηλίδιον
στηλίον
στηλίς
στηλίτευμα
στηλιτεύω
στηλίτης
στηλοβάτης
στηλογραφέω
στηλογραφία
στηλοειδής
στηλοκόπας
στηλοκοπέω
στηλοῦχος
στηλόω
στηλύδριον
στήλωμα
στήλωσις
στῆμα
στημαγορίς
στημάτιον
View word page
στηλοειδής
στηλο-ειδής, ές,
A). v.l. for στυλ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στηλοειδής
Headword (normalized):
στηλοειδής
Headword (normalized/stripped):
στηλοειδης
IDX:
96706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96707
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στηλο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">στυλ-</span> .</div> </div><br><br>'}