στηλιτεύω
στηλιτ-εύω,
A). inscribe on a στήλη, τὴν κατάραν ; 2.354b record, τὰς ἀρετὰς ἐν ταῖς γραφαῖς ( Pass.), cf. 2.2 2.24 , al.:— Pass., τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἐστηλιτεύθη . 111
2). = στηλοκοπέω, ἐστηλίτευσαν, ἐστηλιτευμένος cited among forms of punishment by ; 8.73 οἱ ἀπογνωσθέντες ὑπ’ αὐτῶν καὶ -ευθέντες held up to public scorn, VP 35.252 .