Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στηθοειδής
στῆθος
στηθύνιον
στήκω
στήγων
στήλη
στήληκα
στηλίδιον
στηλίον
στηλίς
στηλίτευμα
στηλιτεύω
στηλίτης
στηλοβάτης
στηλογραφέω
στηλογραφία
στηλοειδής
στηλοκόπας
στηλοκοπέω
στηλοῦχος
στηλόω
View word page
στηλίτευμα
στηλίτ-ευμα [ῑ],,
A). invective, Poll. 6.181 .


ShortDef

invective

Debugging

Headword:
στηλίτευμα
Headword (normalized):
στηλίτευμα
Headword (normalized/stripped):
στηλιτευμα
IDX:
96700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96701
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στηλίτ-ευμα</span> [<span class="foreign greek">ῑ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">invective</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:6:181" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:6.181/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 6.181 </a>.</div> </div><br><br>'}