Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στηθίν
στηθίον
στηθιστήρ
στηθοδέσμη
στηθοειδής
στῆθος
στηθύνιον
στήκω
στήγων
στήλη
στήληκα
στηλίδιον
στηλίον
στηλίς
στηλίτευμα
στηλιτεύω
στηλίτης
στηλοβάτης
στηλογραφέω
στηλογραφία
στηλοειδής
View word page
στήληκα
στήληκα·
τὴν νύσσαν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στήληκα
Headword (normalized):
στήληκα
Headword (normalized/stripped):
στηληκα
IDX:
96696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96697
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στήληκα·</span> <span class="foreign greek">τὴν νύσσαν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}