Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στέψις
στέωμεν
στήγω
στήδην
στηδόν
στηθαῖον
στηθάριον
στήθειος
στηθιαῖος
στηθίας
στηθίδιον
στηθικός
στηθίν
στηθίον
στηθιστήρ
στηθοδέσμη
στηθοειδής
στῆθος
στηθύνιον
στήκω
στήγων
View word page
στηθίδιον
στηθ-ίδιον
,
τό
,=
στηθίον
,
Phryn.
361
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στηθίδιον
Headword (normalized):
στηθίδιον
Headword (normalized/stripped):
στηθιδιον
IDX:
96684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96685
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στηθ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">στηθίον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phryn.</span> 361 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}