Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεφηφόρος
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήγω
στήδην
στηδόν
στηθαῖον
στηθάριον
στήθειος
στηθιαῖος
στηθίας
στηθίδιον
στηθικός
στηθίν
στηθίον
στηθιστήρ
στηθοδέσμη
στηθοειδής
View word page
στηθάριον
στηθάριον, τό,
A). bust, ς. ἐπὶ βάσεως Hermes Trism. in Rev.Phil. 32.260 .


ShortDef

bust

Debugging

Headword:
στηθάριον
Headword (normalized):
στηθάριον
Headword (normalized/stripped):
στηθαριον
IDX:
96680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96681
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στηθάριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bust</span>, <span class="foreign greek">ς. ἐπὶ βάσεως</span> Hermes Trism. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rev.Phil.</span> 32.260 </span>.</div> </div><br><br>'}