Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεφηπλόκος
στεφηφορέω
στεφηφόρος
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήγω
στήδην
στηδόν
στηθαῖον
στηθάριον
στήθειος
στηθιαῖος
στηθίας
στηθίδιον
στηθικός
στηθίν
στηθίον
στηθιστήρ
View word page
στηδόν
στηδόν· γλαυκόν, Hsch. στήῃς, στήῃ,
A). v. ἵστημι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στηδόν
Headword (normalized):
στηδόν
Headword (normalized/stripped):
στηδον
IDX:
96678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96679
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στηδόν·</span> <span class="foreign greek">γλαυκόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">στήῃς</span>, <span class="orth greek">στήῃ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἵστημι</span> .</div> </div><br><br>'}