Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεφανωτρίς
στεφέτην
στεφηπλόκος
στεφηφορέω
στεφηφόρος
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήγω
στήδην
στηδόν
στηθαῖον
στηθάριον
στήθειος
στηθιαῖος
στηθίας
στηθίδιον
στηθικός
στηθίν
View word page
στήγω
στήγω,
A). v. στήκω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στήγω
Headword (normalized):
στήγω
Headword (normalized/stripped):
στηγω
IDX:
96676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96677
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στήγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στήκω</span> .</div> </div><br><br>'}