Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στεφέτην
στεφηπλόκος
στεφηφορέω
στεφηφόρος
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήγω
στήδην
στηδόν
στηθαῖον
στηθάριον
View word page
στεφηφόρος
στεφη-φόρος, ον,= στεφανηφόρος, Lyc. 327 , Vett. Val. 45.32 , al.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στεφηφόρος
Headword (normalized):
στεφηφόρος
Headword (normalized/stripped):
στεφηφορος
IDX:
96670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96671
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεφη-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">στεφανηφόρος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 327 </span>, Vett. Val.<span class="bibl"> 45.32 </span>, al.</div><br><br>'}