Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεφανοφορέω
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στεφέτην
στεφηπλόκος
στεφηφορέω
στεφηφόρος
στέφος
στέφω
στεφών
στέψις
στέωμεν
στήγω
στήδην
στηδόν
View word page
στεφηπλόκος
στεφη-πλόκος, ον,
A). v.l. for στεφανηπλόκος , Plu. 2.41e .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στεφηπλόκος
Headword (normalized):
στεφηπλόκος
Headword (normalized/stripped):
στεφηπλοκος
IDX:
96668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96669
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεφη-πλόκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">στεφανηπλόκος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.41e </span>.</div> </div><br><br>'}