Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στεφανίσκος
στεφανίτης
στεφανιτικός
στεφανίων
στεφανοπλόκιον
στεφανοποϊκή
στεφανοποιός
στεφανοπώλης
στέφανος
στεφανοσταύριον
στεφανοῦχος
στεφανοφορέω
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
στεφάνωσις
στεφανωτής
στεφανωτικός
στεφανωτρίς
στεφέτην
View word page
στεφανοῦχος
στεφᾰνοῦχος
,
ον
,
A).
wearing a crown,
AP
7.88
(
D.L.
).
ShortDef
wearing a crown
Debugging
Headword:
στεφανοῦχος
Headword (normalized):
στεφανοῦχος
Headword (normalized/stripped):
στεφανουχος
IDX:
96657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96658
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεφᾰνοῦχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wearing a crown,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 7.88 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.L.</span></span>).</div> </div><br><br>'}