στεφανοπώλης
στεφᾰνο-πώλης, ου, ὁ,
A). dealer in crowns or chaplets, (i A.D., dub. rest.), 224.9 , 7.199 :— fem. στεφᾰνό-πωλις, ιδος, Sammelb. 1080 , , 2.646e 972d , ap. Epit. 64.15 ; Στεφανοπώλιδες, name of a comedy by Eubulus; also στεφᾰνο-πωλήτρια, ἡ, . 7.199