Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεφανίας
στεφανίζω
στεφανικός
στεφάνιον
στεφανίς
στεφανίσκος
στεφανίτης
στεφανιτικός
στεφανίων
στεφανοπλόκιον
στεφανοποϊκή
στεφανοποιός
στεφανοπώλης
στέφανος
στεφανοσταύριον
στεφανοῦχος
στεφανοφορέω
στεφανόω
στεφανώδης
στεφάνωμα
στεφανωματικός
View word page
στεφανοποϊκή
στεφᾰνο-ποϊκή, (sc. τέχνη),
A). art of making crowns, Phld. Mus. p.88 K.


ShortDef

art of making crowns

Debugging

Headword:
στεφανοποϊκή
Headword (normalized):
στεφανοποϊκή
Headword (normalized/stripped):
στεφανοποικη
IDX:
96652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96653
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεφᾰνο-ποϊκή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span> (sc. <span class="foreign greek">τέχνη</span>), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">art of making crowns</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mus.</span> p.88 </span> K.</div> </div><br><br>'}