Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στεφανήφορος
στεφανιαῖος
στεφανίας
στεφανίζω
στεφανικός
στεφάνιον
στεφανίς
στεφανίσκος
στεφανίτης
στεφανιτικός
στεφανίων
στεφανοπλόκιον
στεφανοποϊκή
στεφανοποιός
στεφανοπώλης
στέφανος
στεφανοσταύριον
στεφανοῦχος
στεφανοφορέω
στεφανόω
στεφανώδης
View word page
στεφανίων
στεφᾰν-ίων·
εἶδος κολοιοῦ
(fort.
κλοιοῦ
),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στεφανίων
Headword (normalized):
στεφανίων
Headword (normalized/stripped):
στεφανιων
IDX:
96650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96651
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεφᾰν-ίων·</span> <span class="foreign greek">εἶδος κολοιοῦ</span> (fort. <span class="foreign greek">κλοιοῦ</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}