στεφανικός
στεφᾰν-ικός, ή, όν,
A). of or for a crown, ς. τέλεσμα,= Lat. aurum coronarium, at Rhodes and Ancyra, ; so στεφανικὸν χρῆμα Theb.Ostr. 95 (ii A.D.), 96 (iii A.D.); πράκτωρ στεφανικῶν collector of the στέφανος tax (cf. στέφανος 11.5 , 6 ), POxy. 1441.4 (ii A.D.), BGU 452 i 3 (iii A.D.), PSI 7.733.5 (iii A.D.).