στεφανηφορικός
στεφᾰνηφορ-ικός, ή, όν,
A). pertaining to the στεφανηφορία, νόμος Milet. 7.28 (ii B.C.); φιέλη prob. rest. in Inscr.Prien. 113.93 (i B.C.).
2). of one who has enjoyed the right of στεφανηφορία, ἀνήρ IGRom. 4.1644 (Philadelphia).