Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στερφίνα
στερφόπεπλος
στέρφος
ἔρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
στερχανά
στέρωμα
στεῦμαι
στεφαλίβανος
στεφάνη
στεφανηδόν
στεφανηπλοκέω
στεφανηπλόκια
στεφανήπλοκος
στεφανηφορέω
στεφανηφορία1
στεφανηφόρια2
στεφανηφορικός
στεφανήφορος
View word page
στεφαλίβανος
στεφᾰλίβᾰνος
[
ῐ],
, a kind of
A).
unguent,
PGrenf.
1.39v
ii 2
(ii/i B.C.).
ShortDef
unguent
Debugging
Headword:
στεφαλίβανος
Headword (normalized):
στεφαλίβανος
Headword (normalized/stripped):
στεφαλιβανος
IDX:
96630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96631
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεφᾰλίβᾰνος</span> [<span class="foreign greek">ῐ],</span>, a kind of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unguent,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PGrenf.</span> 1.39v </span> <span class="bibl"> ii 2 </span> (ii/i B.C.).</div> </div><br><br>'}