Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερρότης
στερρῶνυξ
στερφίνα
στερφόπεπλος
στέρφος
ἔρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
στερχανά
στέρωμα
στεῦμαι
στεφαλίβανος
στεφάνη
στεφανηδόν
στεφανηπλοκέω
στεφανηπλόκια
στεφανήπλοκος
στεφανηφορέω
στεφανηφορία1
στεφανηφόρια2
View word page
στέρωμα
στέρωμα, ατος, τό, misspelling of στερέωμα or Στέρρωμα, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στέρωμα
Headword (normalized):
στέρωμα
Headword (normalized/stripped):
στερωμα
IDX:
96628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96629
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στέρωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, misspelling of <span class="foreign greek">στερέωμα</span> or <span class="foreign greek">Στέρρωμα</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}