Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφίνα
στερφόπεπλος
στέρφος
ἔρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
στερχανά
στέρωμα
στεῦμαι
στεφαλίβανος
στεφάνη
στεφανηδόν
στεφανηπλοκέω
στεφανηπλόκια
στεφανήπλοκος
στεφανηφορέω
στεφανηφορία1
View word page
στερχανά
στερχανά· περίδειπνον, Ἠλεῖοι, Hsch. στέρψανον· ἀξίνη, πέλεκυς, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στερχανά
Headword (normalized):
στερχανά
Headword (normalized/stripped):
στερχανα
IDX:
96627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96628
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερχανά·</span> <span class="foreign greek">περίδειπνον, Ἠλεῖοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">στέρψανον·</span> <span class="foreign greek">ἀξίνη, πέλεκυς</span>, Id.</div><br><br>'}