Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερρός
στερρός
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφίνα
στερφόπεπλος
στέρφος
ἔρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
στερχανά
στέρωμα
στεῦμαι
στεφαλίβανος
στεφάνη
στεφανηδόν
στεφανηπλοκέω
στεφανηπλόκια
στεφανήπλοκος
View word page
στέρφωσις
στέρφ-ωσις, εως, ,
A). covering with hide, dub. cj. for στρέφωσις in Hsch.


ShortDef

covering with hide

Debugging

Headword:
στέρφωσις
Headword (normalized):
στέρφωσις
Headword (normalized/stripped):
στερφωσις
IDX:
96625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96626
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στέρφ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">covering with hide</span>, dub. cj. for <span class="foreign greek">στρέφωσις</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}