Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερρόομαι
στερροποιέω
στερρός
στερρός
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφίνα
στερφόπεπλος
στέρφος
ἔρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
στερχανά
στέρωμα
στεῦμαι
στεφαλίβανος
στεφάνη
στεφανηδόν
στεφανηπλοκέω
View word page
ἔρφος
ἔρφος.
II). = κεράμιον , Sch. A.R. l.c.


ShortDef

a skin

Debugging

Headword:
ἔρφος
Headword (normalized):
ἔρφος
Headword (normalized/stripped):
ερφος
IDX:
96623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96624
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἔρφος</span>. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> = <span class="ref greek">κεράμιον</span> , Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> </span> l.c.</div> </div><br><br>'}