Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερρόγυιος
στερρόνους
στερρόομαι
στερροποιέω
στερρός
στερρός
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφίνα
στερφόπεπλος
στέρφος
ἔρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
στερχανά
στέρωμα
στεῦμαι
στεφαλίβανος
στεφάνη
View word page
στερφόπεπλος
στερφόπεπλος, ον,
A). clad in hide or skin, Lyc. 652 .


ShortDef

clad in hide

Debugging

Headword:
στερφόπεπλος
Headword (normalized):
στερφόπεπλος
Headword (normalized/stripped):
στερφοπεπλος
IDX:
96621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96622
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερφόπεπλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clad in hide</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">skin</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 652 </span>.</div> </div><br><br>'}