Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερρόομαι
στερροποιέω
στερρός
στερρός
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφίνα
στερφόπεπλος
στέρφος
ἔρφος
στερφόω
στέρφωσις
στερφωτήρ
στερχανά
στέρωμα
στεῦμαι
στεφαλίβανος
View word page
στερφίνα
στερφίνα· δερματίνη, οἱ δὲ δέρματα ὄνεια· οἱ δὲ στεῖρα ἢ σκληρά, Hsch. στέρφνιον· σκληρόν, στερεόν, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στερφίνα
Headword (normalized):
στερφίνα
Headword (normalized/stripped):
στερφινα
IDX:
96620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96621
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερφίνα·</span> <span class="foreign greek">δερματίνη, οἱ δὲ δέρματα ὄνεια· οἱ δὲ στεῖρα ἢ σκληρά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">στέρφνιον·</span> <span class="foreign greek">σκληρόν, στερεόν</span>, Id.</div><br><br>'}