Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντεπακτέον
ἀντεπάδω
ἀντεπαινέω
ἀντεπανάγομαι
ἀντέπαρχος
ἀντεπαφίημι
ἀντέπειμι
ἀντεπεισάγομαι
ἀντεπείσειμι
ἀντεπείσοδος
ἀντεπεισφέρομαι
ἀντεπέκτασις
ἀντεπεκτείνω
ἀντεπελαύνω
ἀντεπεξάγω
ἀντεπέξειμι
ἀντεπεξελαύνω
ἀντεπεξέρχομαι
ἀντεπέξοδος
ἀντεπερείδομαι
ἀντεπέρχομαι
View word page
ἀντεπεισφέρομαι
ἀντεπ-εισφέρομαι,
A). come in instead, ib. 2 .


ShortDef

come in instead

Debugging

Headword:
ἀντεπεισφέρομαι
Headword (normalized):
ἀντεπεισφέρομαι
Headword (normalized/stripped):
αντεπεισφερομαι
IDX:
9661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9662
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντεπ-εισφέρομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">come in instead,</span> ib.<span class="bibl"> 2 </span>.</div> </div><br><br>'}