Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερρόομαι
στερροποιέω
στερρός
στερρός
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφίνα
στερφόπεπλος
στέρφος
ἔρφος
View word page
στερρόομαι
στερρό-ομαι, Pass., in aor. opt.
A). στερρωθείη Hp. ap. Erot., glossed ὀρθωθείη by Bacchius ibid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στερρόομαι
Headword (normalized):
στερρόομαι
Headword (normalized/stripped):
στερροομαι
IDX:
96613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96614
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερρό-ομαι</span>, Pass., in aor. opt. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">στερρωθείη</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Erot.</span></span>, glossed <span class="foreign greek">ὀρθωθείη</span> by Bacchius ibid.</div> </div><br><br>'}